- τήρημα
- τήρημαobservationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τήρημα — τὸ, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατήρηση, σημείωση 2. διατήρηση … Dictionary of Greek